- συναρμοστικός
- -ή, -όν, ΜΑ [συναρμοστής]1. επιτήδειος ή κατάλληλος να συναρμόζει2. μτφ. κατάλληλος για τη διοίκηση μιας πολιτείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναρμοστικά — συναρμοστικός of neut nom/voc/acc pl συναρμοστικά̱ , συναρμοστικός of fem nom/voc/acc dual συναρμοστικά̱ , συναρμοστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστικῶν — συναρμοστικός of fem gen pl συναρμοστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστικόν — συναρμοστικός of masc acc sg συναρμοστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστικαί — συναρμοστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστική — συναρμοστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστικήν — συναρμοστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)